- αλίμαχτος
- η , ο1) сытый, не голодный; 2) не жадный в еде
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλίμαχτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι λιμασμένος, που δεν πεινά πολύ: Πεινούσε πολύ, αλλά έτρωγε σαν αλίμαχτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλίμαχτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει λίμα, βουλιμία, που δεν είναι πειναλέος 2. (για φαγητά) αυτό που δεν προκαλεί λίμα, βουλιμία, όρεξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λιμαχτός < λιμάζω] … Dictionary of Greek